μαθητεύομαι
Смотреть что такое "μαθητεύομαι" в других словарях:
μαθητεύομαι — μαθητεύω to be pupil pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητεύω — (AM μαθητεύω, Μ και μαθητεύγω) [μαθητής] 1. διδάσκομαι από κάποιον, είμαι μαθητής, σπουδάζω 2. μεταδίδω γνώσεις, διδάσκω, εκπαιδεύω («πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη», ΚΔ) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) μαθητευόμενος, η, ο α)… … Dictionary of Greek